σταχτερός

σταχτερός
-ή, -ό
1. γεμάτος στάχτη.
2. αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταχτερός — ή, ό Ν [στάχτη] 1. γεμάτος στάχτη 2. αυτός που έχει το χρώμα τής στάχτης …   Dictionary of Greek

  • αθητερός — ή, ό 1. σκοτεινόχρωμος, σταχτής, σταχτερός (ουδ.) το αθητερό σταχτοπάνι, μπουγαδόπανο 2. αυτός που αγαπά να βρίσκεται κοντά στο τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. άθητος* («αυτός που γίνεται στάχτη, που εξαφανίζεται, που γίνεται άφαντος»), διαλεκτικώς… …   Dictionary of Greek

  • στακτερός — ή, ό, Ν βλ. σταχτερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”